δέκομαι

δέκομαι
δέκομαι (δέκεται, -ονται; δέκευ; δεκομένα: fut. δέξεται: impf. ἔδεκτο, δέκετο coni.: aor. δέξατο), (δέξαντο); δέξαιτο; δέξαι, δέξασθε; δεξαμένῳ, -ον, -οι, -αμένα: pf. δέδεκται; δέδεξαι impv.: δέγμενος)
a acceptἄγε φίλτρον τόδἵππειον δέκευ” (byz.: δέχευ codd.) O. 13.68

ἕδνα τε δέξαντο P. 3.95

δέξατο βώλακα δαιμονίανP. 4.37

σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ ἢ νύκτες P. 4.255

πολλὰ δὲ πρόσθεν πτερὰ δέξατο νικᾶν P. 9.125

δεξάμενον θαλερὰν Ἥβαν ἄκοιτιν (sc. Ἡρακλέα) N. 1.71

Μελίσσῳ ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους I. 3.11

ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς (sc. Αἴγινα) Pae. 6.129 esp. c. acc. & dat., accept something from someone:

δέξαι δέ οἱ στεφάνων ἐγκώμιον τεθμόν O. 13.29

γαῖαν διδόντι ξείνια πρῴραθεν Εὔφαμος καταβαὶς δέξατP. 4.23

Ἡσυχία, Πυθιόνικον τιμὰν Ἀριστομένει δέκευ P. 8.5

αἰτέω σε, ὦ ἄνα, ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.5

ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων (sc. ἡμεῖς) I. 6.4 οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται fr. 133. 2.
b welcome esp. with modal dative or σύν c. dat. ἔνθα Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ δέξατἐλθόντ' Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν (cf. Devereux, Rh. M., 1966, 289f.) O. 3.27 Κρόνου παῖ, Οὐλυμπιονίκαν δέξαι (δέκευ byz.) O. 4.9

ὠκεανοῦ θύγατερ, ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.3

σὺν δὲ φιλοφροσύναις εὐηράτοις Ἁγησία δέξαιτο κῶμον O. 6.98

ἀλλὦ Πίσας ἄλσος, τόνδε κῶμον καὶ στεφαναφορίαν δέξαι O. 8.10

οὐδέ μιν φόρμιγγες ὑπωρόφιαι κοινανίαν μαλθακὰν παίδων ὀάροισι δέκονται (Boeckh: δέχονται codd.) P. 1.98

μειλιχίοισι λόγοις αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128

δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22

τὸ δ' ἐλάσιππον ἔθνος ἐνδυκέως δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι (on the tense, v. Führer, Untersuchungen, 93̆{4}) P. 5.86 εὐμενεῖ νόῳ λτ;γτ;ενάρκειον ἔδεκτο Κίρραθεν ἐστεφανωμένον υἱὸν (sc. Ἀπόλλων) P. 8.19νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν δώμασιν ἐν χρυσέοιςP. 9.56

Κυράναν· ἅ νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73

δέξαιτο δ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος (sc. αὐτόν) N. 4.11

ἔνθα μιν εὔφρονες ἶλαι σὺν καλάμοιο βοᾷ θεὸν δέκονται N. 5.38

Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον N. 11.3

ἄρουραν ἅ νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.38

τοίαισιν ὁργαῖς εὔχεται ἀντιάσαις Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιὸν ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.15

χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (sc. Θήβα) I. 7.5 ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν (Her mann: πρὶν ἔδεκτο codd.: πρὶν ἔδεκτο νεότας Bergk) I. 8.68

Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ θεράποντα ὑμέτερον κελαδεννᾷ σὺν μελιγάρυι παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ Pae. 5.45

σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι ἐν ζαθέᾳ με δέξαι χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν Pae. 6.5

τὸν δὲ (Πάγασον) ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται shelter O. 13.92 met., τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; (sc. αὐτούς befell) P. 4.70
c win

Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.49

ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.63

στεφάνους ἐν Ὀλυμπίᾳ ἐπεὶ δέξαντο O. 6.27

ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80

στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100

ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον, Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.4

εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.51


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δέκομαι — (Α) βλ. δέχομαι …   Dictionary of Greek

  • δέκομαι — δέχομαι take pres ind mp 1st sg (ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

  • δοκώ — (I) (AM δοκῶ, έω) Ι. δοκώ αρχ. μσν. και «δοκεῑ μοι» νομίζω, θαρρώ νεοελλ. (ε)δοκήθηκα αντιλήφθηκα αρχ. μσν. 1. απρόσ. «δοκεῑ μοι» μού φαίνεται ορθό 2. (προσωπικό με δοτ.) φαίνομαι («μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι», Αισχ.) 3. (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • десить — только русск. цслав., ст. слав. десити, дешѫ находить, встречать , сербохорв. дѐсити – то же, др. чеш. podesiti, udesiti. Другая ступень вокализма: др. русск. досити находить , укр. судоситися встретиться (с к. л.) , блр. судошаць встречать .… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • десница — правая рука , также десная, церк., ср. ст. слав. деснъ δεξιός (Супр., Мар.), болг. десен м., десна ж., сербохорв. де̏сан, дѐсна, словен. desǝn, ж. desna. Родственно лит. dẽšinas правый , нареч. dešinai ловко; направо , dešinỹs, dešinė̃ правая …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Ionische Sprache — Verbreitungsgebiet der griechischen Dialekte um 400 v. Chr. Ionisch in Blau. Das Ionische ist ein Dialekt des Altgriechischen, der vom Stamm der Ionier gesprochen wurde. Das Verbreitungsgebiet des Dialekts umfasste die Westküste Kleinasiens, die… …   Deutsch Wikipedia

  • Ionisches Griechisch — Verbreitungsgebiet der griechischen Dialekte um 400 v. Chr. Ionisch in Blau. Das Ionische ist ein Dialekt des Altgriechischen, der vom Stamm der Ionier gesprochen wurde. Das Verbreitungsgebiet des Dialekts umfasste die Westküste Kleinasiens, die… …   Deutsch Wikipedia

  • Danken — Danken, verb. reg. welches, wenn man die veralteten Bedeutungen mit in Rechnung bringt, in einer doppelten Gattung vorkommt. I. * Als ein Neutrum, in welcher Gattung es ehedem gefallen bedeutete. Nistes uuight in thanke, ihm gefällt nichts, sagt… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • List of Dacian names — Contents 1 Anthroponyms 2 Toponyms 2.1 Hydronyms 3 See also 4 Notes …   Wikipedia

  • ASCRA — vicus Boeotiae, in aspero, et sterili loco, in dextra parte Heliconis, Hesiodi patria, teste ipsô in his, Ε῎ργ. v. 537. Νάςςατο δ᾿ ἀγχ᾿ Ε῾λικῶνος ὀϊζυρῇ ἐνὶ κώμῃ Α῎ςκρῃ, χεῖμα κακῇ, ςθέρει αργαλέῃ οὐδὲ ποτ᾿ ἐςθλῇ. Stephano πόλις vocatur. Bocharto …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”